- ιστοθετώ
- -έωναυτ. τοποθετώ ιστό ή ιστούς στο πλοίο, κν. αρμπορίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -θετῶ (< -θέτης), πρβλ. αθλο -θετώ, ιστιο-θετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστοθέτηση — η ναυτ. η τοποθέτηση ιστού στο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek